- ροταριανός
- -ή, -ό(λ. αγγλ.), αυτός που ανήκει στη διεθνή οργάνωση «Ρόταρι», σκοπός της οποίας είναι η με το επάγγελμα κάθε μέλους της εξυπηρέτηση της κοινωνίας: Ροταριανοί όμιλοι υπάρχουν σ' όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της χώρας μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.